πατρεία

πατρεία
πατρεία,
A v. πάτρα 111. [full] πατρέμβατοι· ὑψηλοί, Hsch. [full] πάτρη, , [dialect] Ep. and [dialect] Ion. for πάτρα.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πατρεία — ἡ, Α [πάτρα] (δ. τ. τού πάτρα) η αδελφή τού πατέρα, η θεία …   Dictionary of Greek

  • πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”